τημελούχημα

τημελούχημα
τὸ, Μ
αντικείμενο φροντίδας και επιμέλειας («Τονδαρὶς Ἑλένη, Ἀφροδίτης τημελούχημα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τημελοῦχος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τημελουχῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”